Βρέθηκα πρόσφατα σε μια δομή προσφύγων.
Βρέθηκα πρόσφατα σε ένα μέρος γεμάτο ανθρώπους. Ίδιους με εμάς. Ίσους με εμάς.
Βρέθηκα πρόσφατα σε ένα μέρος γεμάτο ξεριζωμό. Γεμάτο θλίψη. Ένα θλιβερό απο μόνο του μέρος.

Το βλέμμα μου περιφερόταν στο χώρο προσπαθώντας να καταγράψω εικόνες που ενδεχομένως θα μπορούσα να μεταφέρω σε ένα άρθρο. Πως μεταφέρεις τον πόνο στο χαρτί; Και είναι ηθικό να το κάνεις; Μήπως αυτές οι εικόνες αποτελούν δική μου κληρονομιά; Εχέγγυα που θα πρέπει να με κάνουν καλύτερο άνθρωπο και κυρίως καλύτερο ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ;
Άθελα μου όμως, το βλέμμα μου στάθηκε σε έναν νεαρό άνδρα. Κοιτούσε το κενό για ώρα. Είχα την αίσθηση πως δεν μετατοπίστηκε το βλέμμα του ούτε εκατοστό. Προσπάθησα να καταλάβω αν υπήρχε κάτι που του είχε κεντρίσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον. Τίποτα. Ο άνδρας αυτός κοιτούσε πραγματικά το κενό. Τι θα μπορούσε άραγε να σκέφτεται; Ή θα έπρεπε να αναρωτηθώ καλύτερα τι δεν θα έπρεπε να σκέφτεται.
Τον πλησίασα αθόρυβα νιώθοντας πως δεν ειχα το δικαίωμα να εισβάλω σε μια τόσο προσωπική του στιγμή, ήθελα όμως να τον ρωτήσω αν χρειάζεται κάτι ή εν τέλει αυτό το κάτι να το χρειαζόμουν εγώ.
Μιλήσαμε για ώρα.
Για μνήμες, πόλεμο, καταστροφή.
Μιλήσαμε και για ελπίδα.
Για ζωή.
“Μπορώ να μεταφέρω τη κουβέντα μας στο κόσμο;” τον ρώτησα.
“Τι θα καταφέρεις με αυτό;” Με ρώτησε εκείνος
“Εγώ τίποτα. Εσύ θα μπορούσες να καταφέρεις όμως πολλά”
“Δεν πιστεύω πια στους ανθρώπους. Είναι τα πιο άγρια ζώα και δεν θα αλλάξουν ποτέ”
Κούνησα το κεφάλι μου αβέβαια. Ήθελα να υπερασπιστώ τη φύση μου, μα ένιωθα μικρή για κάτι τόσο παράτολμο τη δεδομένη στιγμή. Όπως μικρή ένιωθα και δίπλα σε εκείνον τον άνθρωπο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχω την άδεια να σας μεταφέρω την ιστορία του. Όμως μπορώ να σας περιγράψω τον τρόπο που με κοιτούσε.
Δεν ήταν δισταγμός, ούτε περηφρόνυση.
Ήταν μια γενικευμένη απόρριψη απέναντι σε κάθε “Μεσσία”. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν χρειάζονται σωτήρες, ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ χρειάζονται.
Καθημερινούς ανθρώπους.
Εσένα.
Τους φίλους σου.

Για όσους λοιπόν στέκονται, ενοχλούνται και καταδικάζουν τις δηλώσεις Γιαννούλη για τα σουβλάκια και το αλκόολ, προασσπιζόμενοι το κατα γενική ομολογία ΔΙΚΑΙΩΜΑ του Έλληνα να εκφράζεται ελεύθερα στη χώρα του, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν πως το ύψιστο ΑΓΑΘΟ για κάθε άνθρωπο, και ειδικά για έναν λαό όπως οι Έλληνες, θα έπρεπε να είναι ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ και τα ΙΔΑΝΙΚΑ.
Απο πότε έγινε ανελευθερία η ΑΝΘΡΩΠΙΑ;
Απο πότε έγινε ΣΚΑΝΔΑΛΟ η αγάπη;
Κλείστε τα σύνορα όπως ερμητικά κλειστά κρατάτε τις καρδιές σας, μόνο που μέχρι τότε δεν ξέρω αν θα μπορέσετε να χωρέσετε μια στάλα ΦΙΛΟΤΙΜΟ στις κενές σας συνειδήσεις.
Δεν τάσσομαι υπέρ κανενός Βουλευτή.
Τάσσομαι όμως ακράδαντα υπέρ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Γιατί εγώ… πιστεύω ακόμα στους ανθρώπους.
Απίθανο άρθρο κ.Πετροπούλου. Γεμάτο ανθρωπιά και ευαισθησία.