
Στις 14 Αυγούστου 1996, ένας 26χρονος αντιμετώπιζε με θάρρος τη μοίρα του και ταυτόχρονα την αμφισβητούσε. Ο Σολωμός Σολωμού, ο Σολάκης του κύριου Σπύρου, ένας αντάρτης χωρίς περγαμηνές «λογικής» και παράσημα «ρεαλισμού» συμπλήρωνε τη μαγκιά και τη θυσία του ξάδερφού του Τάσου.
Ανέβαινε στον ιστό κι έφτανε ακαριαία τον πήχη του Αυξεντίου, του Παλληκαρίδη, του Καραολή και του Τάσου Μάρκου, που τον καρτερούσαν περήφανοι στο αντάμωμα του παραδείσου.
Ο Σολωμός δεν άντεξε την αδικία. Στριφογυρνούσαν στον νου του οι σκηνές της δολοφονίας του Αναστάση στο οδόφραγμα της Δερύνειας, μα και το διαρκές έγκλημα εις βάρος της πατρίδας του.
Κάρφωνε με το βλέμμα του την κλειστή πόλη, την αμμουδιά του Ομήρου κι υπέγραφε, παρακινούμενος από τον Ισαάκ, δεκάδες χιλιάδες σελίδες ελληνικής ιστορίας: «Πάμε να κατεβάσουμε τις σημαίες τους». Δεν γύρισε πίσω. Έφθασε πολύ μακριά για να επιστρέψει ή να ακούσει τις παραινέσεις. Κι έδινε, σαν να αντιδρούσε στιγμιαία μετά τη θηριωδία εις βάρος του Τάσου, μια ακόμα ιστορία αντίστασης και αξιοπρέπειας.
Αυτά για να μαθαίνουν οι επόμενοι πως δυο μάγκες, από καλή πάστα, τόλμησαν και με πράξεις μερικών λεπτών προφύλαξαν κάθε σκλαβωμένο άνθρωπο από το έρεβος της μετριότητας. Για την προσφυγιά, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο. Για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Για το τι πάει να πει Πατρίδα ( το Π πάντα κεφάλαιο)
ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
Ζήτω η Κύπρος – Ζήτω η Ελλάς!
“Πάντα γελαστοί και γελασμένοι”
Σχολιάστε το άρθρο