Γράφει ο Στάθης Κοψαχείλης

Στη νοτιοανατολική πλευρά του Αγιώρη, κοντά στoν περίβολο, υπάρχουν τρία μεγάλα δέντρα στη σειρά, τρεις τεράστιες βελανιδιές, που Κύριος οίδε από πότε είναι φυτεμένες. Ανήκουν στο γένος των δρυών, στο είδος των αποδίσκων (Quercus sessiliflora), και το ύψος τους φτάνει τα 18 μέτρα περίπου. Σε μια παλιά καρτ-ποστάλ, που απεικονίζει την δοξολογία που έγινε στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου με την είσοδο του απελευθερωτικού στρατού στο Λιτόχωρο το 1912, διακρίνονται πέντε δέντρα. Πολλοί από μας θα θυμούνται το ένα από τα δυο δέντρα που λείπουν, γιατί το κόψανε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είχε μια τεράστια καπνισμένη κουφάλα, όπου μπαίναμε μέσα όταν παίζαμε κρυφτό. Ακόμη και σήμερα, μπορεί κανείς να διακρίνει στο χώμα μια στρόγγυλη λακούβα, από τον κορμό που σάπισε. Η στηθαία περίμετρος των δέντρων που σώζονται σήμερα, αρχίζοντας απ’ αυτό που βρίσκεται δυτικά, προς το βουνό, είναι: 4,65 μέτρα, 3,50 μέτρα και 4,80 μέτρα αντίστοιχα. Οι δασολόγοι εκτιμούν ότι η ηλικία τους είναι 200-250 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα δρυών που διασώθηκαν γιατί είναι φυτεμένες μέσα σε λατρευτικό χώρο.
Τι δεν είδαν και δεν άκουσαν αυτά τα δέντρα από τότε που φύτρωσαν! Τους Τούρκους στα χρόνια της σκλαβιάς, την επανάσταση του Ολύμπου, τους Γερμανούς και τον βομβαρδισμό του χωριού, την απελευθέρωση, κάθε χρόνο την δεύτερη Ανάσταση και το σήκωμα του υψώματος την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, βαφτίσια, γάμους, ζευγαράκια που βρήκαν καταφύγιο τα βράδια κάτω απ’ τον σκοτεινό όγκο τους… Όμως, η πιο ξεχωριστή μέρα που έζησαν, είναι σίγουρα εκείνη όταν σύσσωμο το χωριό μαζεύτηκε στο προαύλιο του Αγιώρη, όπου έγινε δοξολογία για να γιορτάσουν την απελευθέρωση από τους Τούρκους, τον Οκτώβριο του 1912. Το γεγονός απαθανατίστηκε σε φωτογραφία όπου φαίνονται και τα πέντε δέντρα.
§
Οι περισσότεροι έχουμε κάτι να θυμηθούμε απ’ αυτά τα δέντρα. Βέβαια, όσοι έτυχε να μεγαλώσουν σε γειτονιά κοντά στον Αγιώρη, αυτοί… τι να πρωτοθυμηθούν! Περάσαμε ατελείωτα μεσημέρια καλοκαιριού στον παχύ ίσκιο των δέντρων, παίζοντας ελεύθερα, αφού γύρω δεν υπήρχαν σπίτια για να ενοχλούμε. Παίζαμε κρυφτό, ανεβαίναμε στις γύρω λεύκες και πιάναμε τζιτζίκια. Τα βάζαμε μέσα σ’ ένα σπιρτόκουτο και λέγαμε ότι έχουμε τρανζιστοράκι. Κυρίως όμως παίζαμε τον λούρο μ’ ένα μεγάλο κότσι. Το ξύλο που έπεφτε δεν περιγράφεται. Διέταζε ο βασιλιάς τόσες λαδάτες, τόσες ξυδάτες, κι ο άλλος με την βίτσα τού έδινε και καταλάβαινε. Τον Σεπτέμβρη πάλι μαζεύαμε βαλάνια για τις γίδες, ενώ την άνοιξη τριφύλλι για τα κουνέλια. Όμως και αργότερα, όταν μεγαλώσαμε, αποτελούσαν καταφύγιο για όσους έκαναν κοπάνα από το σχολείο.
§
Ήταν Δευτέρα, Μάιος του 1974, και πήγαινα στην πέμπτη τάξη Γυμνασίου. Την προηγούμενη είχα πάει μεροκάματο στο Βαρικό και το πρωί μού ήταν αδύνατο να σηκωθώ. Έτσι, ξύπνησα κατά τις έντεκα και, φυσικά, το σχολείο το είχα χάσει. Στο σπίτι, πάλι, δεν μου ’ρχόταν να κάτσω και πήγα στον Αγιώρη, όπου σίγουρα θα εύρισκα κανέναν κοπανατζή. Πράγματι, κάτω απ’ τις βελανιδιές ήταν ξαπλωμένοι δυο μαθητές της έκτης τάξης, που κατάγονταν απ’ τη Σκοτίνα. Ξάπλωσα κι εγώ μπρούμυτα δίπλα τους και σε λίγο ο ένας έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα «Παλλάς». Πήρε πρώτα αυτός, έδωσε στον άλλο και, μετά, μου πρότεινε το πακέτο μ’ ένα μισοβγαλμένο τσιγάρο. Εγώ δεν κάπνιζα αλλά κατάλαβα ότι ο λόγος που με κερνούσαν ήταν γιατί ήθελαν να με κάνουν συνένοχο, μη τυχόν και τους μαρτυρήσω. Χωρίς δισταγμό το πήρα και τράβηξα βαθειά την πρώτη ρουφηξιά, παριστάνοντας τον άνετο. Βγήκαν τα μάτια μου έξω και μ’ έπιασε ασταμάτητος ξερόβηχας. Αυτοί γελούσαν, λέγοντας περιπαικτικά διάφορα, αλλά εγώ από πείσμα το κάπνισα όλο. Ακούστηκε το κουδούνι του σχολείου -είχε τελειώσει η πέμπτη ώρα- και σηκώθηκα να φύγω. «Γεια σου θεριακλή», μου πέταξε ο ένας κι έσκασαν πάλι στα γέλια.
Έφτασα στο σπίτι και, πριν μπω μέσα, έκοψα απ’ την αυλή ένα κλωνί δυόσμο και το μάσησα.
Σχολιάστε το άρθρο